Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

το ενεργητικό

См. также в других словарях:

  • ενεργητικό — το 1. το σύνολο της αξίας των χρημάτων ή των πραγμάτων που κατέχει κάποιος, άτομο ή επιχείρηση, ή δικαιούται να παίρνει από άλλους (αντίθ. παθητικό). 2. καθετί που συμβάλλει στην αξία ή την υπόληψη του ατόμου: Είναι στο ενεργητικό του το ότι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ισολογισμός — Λογιστικό έγγραφο, που παρουσιάζει την περιουσιακή κατάσταση μιας επιχείρησης ή ενός προσώπου σε μια ορισμένη χρονική στιγμή. ι. επιχείρησης. Ο ι. επιχείρησης είναι το λογιστικό έγγραφο που απεικονίζει την περιουσιακή κατάσταση μιας επιχείρησης… …   Dictionary of Greek

  • αμύνομαι — (Α ἀμύνομαι και ἀμύνω) 1. βρίσκομαι σε άμυνα 2. υπερασπίζω τον εαυτό μου, αποκρούω κάποιον, προφυλάσσομαι από κάποιον 3. υπερασπίζομαι κάποιον ή κάτι, προασπίζω, προστατεύω την ακεραιότητα του, δίνω μάχη, αγωνίζομαι γι’ αυτόν (για τις συντάξεις… …   Dictionary of Greek

  • αποστέρηση — (Ψυχ.). Κατάσταση ψυχικής έντασης με ενδεχόμενα σωματικά σύνδρομα, η οποία εμφανίζεται κάθε φορά που ένα άτομο παρεμποδίζεται να ικανοποιήσει μια οποιαδήποτε ανάγκη. Το εμπόδιο μπορεί να είναι εξωτερικό ή εσωτερικό. To εξωτερικό ενδέχεται να… …   Dictionary of Greek

  • ενεργητικός — ή, ό (AM ἐνεργητικός, ή, όν) 1. γραμμ. αυτός που δηλώνει ενέργεια τού υποκειμένου («ενεργητικά ρήματα», «ενεργητική φωνή, διάθεση») 2. αυτός που έχει την ικανότητα να ενεργεί αποτελεσματικά, δραστήριος νεοελλ. 1. (για φάρμακα, αφεψήματα κ.λπ.)… …   Dictionary of Greek

  • χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… …   Dictionary of Greek

  • Δωριείς — Ένα από τα τέσσερα αρχαία ελληνικά φύλα, που κατά το τέλος του 12ου αι. π.Χ. ξεκίνησε από την Ήπειρο, όπου ζούσε σε πρωτόγονες, ημινομαδικές συνθήκες, μετακινήθηκε προς τα Ν και εξαπλώθηκε στο μεγαλύτερο μέρος της ηπειρωτικής Ελλάδας και των… …   Dictionary of Greek

  • κληρονομική διαδοχή — Αλλαγή συνόλου σχέσεων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ενός ατόμου μετά τον θάνατό του. Το νέο πρόσωπο είναι ο κληρονόμος, το παλιό ο κληρονομούμενος και το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων η κληρονομιά. Ο κληρονόμος συνήθως είναι καθολικός… …   Dictionary of Greek

  • ισολογισμός — ο λογιστική πράξη που γίνεται κατά το κλείσιμο των λογαριασμών μιας επιχείρησης για να διαπιστωθεί ποιο είναι το ενεργητικό και το παθητικό της καθώς και η καθαρή περιουσία της: Κατάστρωση ισολογισμού. – Ο ισολογισμός έχει δύο σκέλη, το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άζομαι — ἅζομαι (Α) (μόνο στον ενεστώτα και παρατατικό) 1. κατέχομαι από δέος, από ιερό φόβο, ευλαβούμαι, φοβούμαι (ιδιαίτερα θεούς) 2. φοβούμαι να κάνω κάτι, διστάζω. Η μετοχή ἁζόμενος και απολύτως «φοβισμένος, γεμάτος δέος». Από το ενεργητικό απαντά… …   Dictionary of Greek

  • αγγέλιασμα — Η τελευταία πνοή, το ξεψύχισμα, το ψυχορράγημα. Αγγελιάζομαι σημαίνει ψυχορραγώ (βλέπω τον άγγελό μου). Χρησιμοποιείται επίσης και το ενεργητικό ρήμα αγγελιάζω, με την έννοια του αδυνατίζω ή πάσχω από σωματική κατάπτωση. Αγγελιάζω σημαίνει και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»